παγαρχώ

παγαρχώ
παγαρχῶ, -έω (Α) [παγάρχης]
1. είμαι παγάρχης*, ασκώ το αξίωμα τού παγάρχου
2. παθ. παγαρχοῡμαι, -έομαι
ανήκω στη δικαιοδοσία τού παγάρχου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”